ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ
Τον Σεπτέμβριο του 1995, κατά τη διάρκεια του 4ου Παγκόσμιου Συνέδριου για τις Γυναίκες που οργάνωσε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, 189 κυβερνήσεις από όλον τον κόσμο υπέγραψαν την περίφημη Δήλωση του Beijing, όπου αναγνώρισαν τα δικαιώματα των γυναικών και δεσμεύτηκαν να αγωνιστούν για την προάσπισή τους, κινούμενοι πάνω σε κοινούς στρατηγικούς άξονες δράσης.
25 χρόνια μετά, με επίσημη ανακοίνωση η UNISEF ανέφερε πως δυστυχώς είναι λίγα τα πράγματα που έγιναν από τότε προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο κόσμος εξακολουθεί να είναι γεμάτος ανισότητα και βία απέναντι στις γυναίκες. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, παγκοσμίως σήμερα:
-
1 στα 20 κορίτσια ηλικίας 15 και 19, έχει υπάρξει θύμα βιασμού
-
1 στις 3 γυναίκες κάποια στιγμή στη ζωή της έχει αντιμετωπίσει ψυχολογική ή σεξουαλική βία από τον σύντροφό της
-
40% με 50% των γυναικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δηλώσει κάποια μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας
Στην Ελλάδα, τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας απεικονίζουν μια όχι και πολύ διαφορετική κατάσταση:
-
1 στις 5 γυναίκες έχουν αναφέρει ψυχολογική ή σεξουαλική βία από τον σύντροφό της
-
Τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας μεταξύ 2014 και 2018 αυξήθηκαν κατά 34,45%, και το 70% αυτών αφορούν γυναίκες.
Η βία που μπορεί να συμβεί μέσα στην οικογένεια (και γενικότερα σχέση ενός ζευγαριού) έχει πολλές μορφές. Μπορεί να είναι σωματική, λεκτική, σεξουαλική, ψυχολογική, κοινωνική με την έννοια του περιορισμού της κοινωνικής ζωής, οικονομική με την έννοια της στέρησης της οικονομικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας και τέλος, παραμέληση ως προς τα παιδιά (μορφή παιδικής κακοποίησης). Συμβαίνει κυρίως μεταξύ συζύγων ή συντρόφων και από τους γονείς προς τα παιδιά, αλλά μπορεί και να εκδηλωθεί και από τα παιδιά προς τους γονείς ή άλλους ηλικιωμένους του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος. Είναι ένα φαινόμενο που αν και υπήρχε από παλιά, γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές στις μέρες μας επειδή πλέον δεν θεωρείται θέμα ταμπού, τόσο από τα θύματα όσο και από τον κοινωνικό περίγυρο. Αν και τα περισσότερα θύματα είναι οι γυναίκες, το θέμα της βίας κατά των ανδρών είναι μια άλλη πραγματικότητα που υπάρχει αλλά εξακολουθεί να αποτελεί ταμπού και να μην είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Σε ορισμένες σχέσεις, η ενδοοικογενειακή βία μπορεί να είναι αμφίδρομη με τη χρήση σωματικής βίας και από τους δύο όταν θυμώνουν και κανένας από τους δύο συντρόφους δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως κακοποιημένο ή ελεγχόμενο.
Σε όλες τις περιπτώσεις, η ψυχολογική κατάσταση των θυμάτων χαρακτηρίζεται από έντονα σημάδια τόσο σε σωματικό επίπεδο (ιδίως στην περίπτωση κακοποίησης ανηλίκων), όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Ανεξάρτητα από τη μορφή βίας στην οποία εκτίθενται τα θύματα, συνήθη συμπτώματα είναι η κατάθλιψη, διαταραγμένη σκέψη ή συγκέντρωση, συνεχή συναισθήματα θλίψης ή απελπισίας, αισθήματα αναξιότητας, μειωμένη λειτουργικότητα και κούραση, κοινωνική απόσυρση, ευερεθιστότητα και θυμός, αλλαγές στην όρεξη και στον ύπνο. Πολύ συχνά έχουμε την εμφάνιση ψυχικών διαταραχών: κατάθλιψη, αγχώδης διαταραχή, μετατραυματικό στρες και τάσεις αυτοκτονίας. Στην περίπτωση των παιδιών, αν είναι μάρτυρες βίας είναι πιθανόν να εμφανίσουν συμπτώματα και να αναπτύξουν μόνιμες συμπεριφορές ταύτισης με τον έναν ή τον άλλο ρόλο, και αν είναι τα ίδια θύματα βίας ενδέχεται να επηρεαστούν τόσο ψυχολογικά, όσο και γνωστικά και κοινωνικά.
Η εξήγηση του φαινομένου και οι λόγοι που οδηγούν στην εκδήλωση της βίαιης και επιθετικής συμπεριφοράς έχουν συσχετισθεί με ποικίλους παράγοντες, όπως κληρονομικά χαρακτηριστικά (επίπεδα τεστοστερόνης), επίκτητες συμπεριφορές, κοινωνικό-οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο, ψυχικές διαταραχές και εθισμοί και, τέλος, πεποιθήσεις περί ισότητας και υπεροχής των φύλων της εκάστοτε κοινωνίας και του συστήματός της απονομής της δικαιοσύνης. Η εκδήλωση του φαινομένου έχει επίσης συσχετιστεί και με τις εκάστοτε κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, σημειώνοντας αυξητική τάση κατά τις περιόδους οικονομικής κρίσης (όπως για παράδειγμα έγινε κατά την περίοδο της ύφεσης του 1930 στις Ηνωμένες Πολιτείες). Η περίπτωση της Ελλάδας και της οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει την τελευταία δεκαετία, ενδέχεται να αποτελεί επίσης ένδειξη αυτής της συσχέτισης (αλλά μπορεί και να οφείλεται και στη μεγαλύτερη ελευθερία των θυμάτων να εκφράσουν ανοιχτά το πρόβλημα).
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για την κατάσταση που βιώνει σήμερα η ανθρωπότητα και το πώς σχετίζεται με το θέμα της οικογενειακής βίας. Καθώς η πανδημία που ζούμε στις μέρες μας αναγκάζει τη λήψη αυστηρών περιοριστικών μέτρων, έχει παρατηρηθεί μια ξαφνική και σημαντική αύξηση των θυμάτων της ενδοοικογενειακής βίας. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της εφημερίδας Guardian, οι καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία στην πόλη Χουμπέι της Κίνας τριπλασιάστηκαν σε σχέση με την ίδια εποχή πέρυσι. Οι κλήσεις για βοήθεια και σε άλλες χώρες έχουν αυξηθεί: κατά 30% στην Κύπρο, 30% στην Ιταλία και στη Γαλλία, 20% στην Καταλονία της Ισπανίας, 25% στην Αργεντινή και 40-50% στη Βραζιλία. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία που δημοσιοποίησε το Υπουργείο, οι κλίσεις στην κρατική μόνο γραμμή υποστήριξης SOS 15900, αυξήθηκαν κατά 16,5% το μήνα Μάρτιο σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα. Επίσης σημαντικό, σε κάποια κέντρα οι κλίσεις ελαττώθηκαν αλλά αυξήθηκαν τα μηνύματα που στέλνουν τα θύματα, λόγω του ότι είναι αδύνατον να μιλήσουν στις συνθήκες της καραντίνας όπου είναι κλεισμένα στον ίδιο χώρο με το δράστη.
Πέρα όμως από τις εκάστοτε κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί συνήθως ένα χρόνιο φαινόμενο που απαντάται σε κάθε οικονομικό επίπεδο και κοινωνικό στρώμα και αποτελεί έναν ‘κύκλο βίας’ με τεράστιες συνέπειες στο άτομο και τη συνοχή της οικογένειας. Δυστυχώς όμως η αντιμετώπιση του συναντά προβλήματα, τόσο σε προσωπικό επίπεδο (στην Ελλάδα 1 στις 5 γυναίκες που βιώνουν βία δεν το αναφέρουν, λόγω κοινωνικής ή οικονομικής ανασφάλειας, ή λόγω συναισθημάτων για το θύτη), όσο και σε κοινωνικό (κοινωνική ευαισθητοποίηση και στιγματισμός του ατόμου ιδιαίτερα σε μικρές κοινωνίες). Η αδυναμία χειρισμού των περιστατικών από επαγγελματίες που έρχονται σε πρώτη επαφή με τα θύματα (αστυνομικοί, δάσκαλοι, επαγγελματίες ψυχικής υγείας και νομικοί) καθώς επίσης και η βραδύτητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο την έγκαιρη και σωστή αντιμετώπιση του προβλήματος.
Και αυτά ακριβώς είναι τα δύο επίπεδα τα οποία χρειάζονται ιδιαίτερη και άμεση προσπάθεια στήριξης και εξέλιξης. Το πολυδιάστατο φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας απαιτεί σωστή πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση τόσο του κοινού όσο και των επαγγελματιών, βελτίωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, και κυρίως ανάπτυξη στρατηγικών παρέμβασης και άμεσης βοήθειας στα θύματα, αλλά και πρόληψης των βίαιων επεισοδίων. Απαιτεί κυρίως όμως προσωπικό θάρρος και ατομική ευθύνη απέναντι στη θεμελιώδη αρχή της αυτοδιάθεσης και την προάσπισης της προσωπικής αξιοπρέπειας και σεβασμού.